- καλλίτριχος
- -η, -ο (Α καλλίτριχος, -ον)αυτός που έχει ωραία μαλλιά, ωραίο τρίχωμααρχ.1. αυτός που συντελεί στην αύξηση τών τριχών2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίτριχοντο φυτό αδίαντον.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -τριχος (< θρίξ, τριχ-ός), πρβλ. μαλακό-τριχος, σκληρό-τριχος].
Dictionary of Greek. 2013.